-
1 δράκαινα
-
2 δράκαινα
-
3 παν-α-μείλικτος
παν-α-μείλικτος, ganz unmild, gar nicht zu besänftigen, δράκαινα, Opp. Cyn. 3, 223.
-
4 ἄ-μικτος
ἄ-μικτος, 1) nicht zu vermischen, βοή Aesch. Ag. 312, verworrenes Geschrei; dah. nugesellig, wild, ϑηρῶν στρατός, von den Centauren, Soph. Trach. 1085; Kykuus, Eur. Herc. Fur. 393; ἀνήρ Cycl. 428; αἶα, unwirthlich, nicht mit Anderen verkehrend, wie τόπος ἄμ. καὶ ἐξηγριωμένος Isocr. 9, 67; so ἄμ. καὶ ἄγριος Luc. V. H. 1, 35; ϑηρίον ἄμ., mit dem man nicht umgehen darf, Dem. 25, 58, vgl. 52; δράκαινα ἄμ. Anaxil. bei Ath. XIII, 558 a; unvereinbar, Plat., προς ἄλληλα Soph. 254 d; ἄμικτα νόμιμα τοῖς ἄλλοις Thuc. 1, 77. – 2) unvermischt, rein, βίος, ἡδονή, Plat. Phil. 61 b; τινί, 60 c. Ebenso adv., ἀμικτότατα ἔχειν 59 c; sich nicht begattend, Polit. 276 a.
См. также в других словарях:
δράκαινα — she dragon fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δράκαινα — Κοινή ονομασία των ψαριών του γένους τραχίνος (βλ. λ.). * * * η (AM δράκαινα) 1. θηλ. τού δράκος, η γυναίκα τού δράκου, η λάμια μσν. νεοελλ. ζωολ. είδος ψαριού, ιχθύς ο τραχίνος, το δρακόνι νεοελλ. 1. μτφ. πολύ σκληρή γυναίκα 2. ζωολ. είδος… … Dictionary of Greek
δράκαινα — η 1. θηλυκό του δράκου. 2. γυναίκα πολύ σκληρή και κακόψυχη: Η μάνα της είναι δράκαινα. 3. είδος ψαριού με δηλητηριώδη αγκαθωτή ράχη, το δρακόνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δρακαίνας — δρακαίνᾱς , δράκαινα she dragon fem acc pl δρακαίνᾱς , δράκαινα she dragon fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δράκαιν' — δράκαινα , δράκαινα she dragon fem nom/voc sg δράκαιναι , δράκαινα she dragon fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρακαινῶν — δράκαινα she dragon fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρακαίναις — δράκαινα she dragon fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρακαίνης — δράκαινα she dragon fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρακαίνῃ — δράκαινα she dragon fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δράκαιναι — δράκαινα she dragon fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δράκαιναν — δράκαινα she dragon fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)