Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

δράκαινα ἄμ

См. также в других словарях:

  • δράκαινα — she dragon fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δράκαινα — Κοινή ονομασία των ψαριών του γένους τραχίνος (βλ. λ.). * * * η (AM δράκαινα) 1. θηλ. τού δράκος, η γυναίκα τού δράκου, η λάμια μσν. νεοελλ. ζωολ. είδος ψαριού, ιχθύς ο τραχίνος, το δρακόνι νεοελλ. 1. μτφ. πολύ σκληρή γυναίκα 2. ζωολ. είδος… …   Dictionary of Greek

  • δράκαινα — η 1. θηλυκό του δράκου. 2. γυναίκα πολύ σκληρή και κακόψυχη: Η μάνα της είναι δράκαινα. 3. είδος ψαριού με δηλητηριώδη αγκαθωτή ράχη, το δρακόνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δρακαίνας — δρακαίνᾱς , δράκαινα she dragon fem acc pl δρακαίνᾱς , δράκαινα she dragon fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δράκαιν' — δράκαινα , δράκαινα she dragon fem nom/voc sg δράκαιναι , δράκαινα she dragon fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρακαινῶν — δράκαινα she dragon fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρακαίναις — δράκαινα she dragon fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρακαίνης — δράκαινα she dragon fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρακαίνῃ — δράκαινα she dragon fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δράκαιναι — δράκαινα she dragon fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δράκαιναν — δράκαινα she dragon fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»